Με τι ρυθμό κυλάει μια νύχτα σε ένα σύγχρονο αστικό περιβάλλον; Πώς την βιώνουν τα «μικρά της τρωκτικά», λογής-λογής άνθρωποι που ξεπροβάλλουν τις μικρές ώρες, δρουν και αλληλεπιδρούν; Η ψυχή; Αντιλαμβάνεται τον χρόνο ή τον δημιουργεί; Τέλος, είναι απαραίτητο μια υποβλητική ατμόσφαιρα να μεταφέρει κάποιο συγκεκριμένο νόημα ή μήπως συνιστά αφ’ εαυτής μήνυμα – ή, για ν’ ακριβολογούμε, γρίφο – για τον αναγνώστη;
Άνθρωποι της νύχτας, του περιθωρίου. Ένας τρομπονίστας τζαζ, η ιδιοκτήτρια ενός «ερωτικού» ξενοδοχείου, μια Κινέζα πόρνη που την έχει σπάσει στο ξύλο κάποιο στέλεχος εταιρείας. Δυο αδελφές, η Έρι, ένα μοντέλο που ο λήθαργός του ταυτίζεται με λήθη, και η Μάρι, μια φοιτήτρια που θα συναντήσει τον στοιχειωμένο θίασο τις μικρές ώρες. Οι δυο αδελφές και οι πλανόδιοι του μεσονυκτίου, παρά την άβυσσο που τους χωρίζει, συνδέονται με μυστικά και ανάγκες που θα αποδειχτούν ισχυρότερα από καθετί.
Σύντομα καταλαβαίνουμε ότι η Έρι, κοιμωμένη και εκτεθειμένη στο τίποτα, είτε θα ξυπνήσει ξαναγεννημένη και ακέραιη, είτε θα αφανιστεί για τα καλά. Η ιστορία ξεκινά στο εστιατόριο Denny's στις 11.56 μ.μ. – ένα μέρος με μοντέρνα αισθητική όπου η Μάρι, μια δεκαεννιάχρονη κοπέλα πίνει τον καφέ της, διαβάζοντας ένα βιβλίο. Ο λόγος που βρίσκεται έξω από το σπίτι της μια τέτοια ώρα παραμένει μυστήριο. Ωστόσο η συμμετοχή της στην εξέλιξη των συμβάντων είναι αναγκαία – ο αρμός των κομματιών μιας αρχικά θαμπής πλοκής.
Οι «μικρές ώρες» με τα στατικά τους πλάνα καθηλώνουν την όρασή μας και την αναγκάζουν σε καταβύθιση στις εικόνες. Ο Μουρακάμι συνθέτει με τρόπο αφαιρετικό ένα δυναμικό μοτίβο όπου τα πρόσωπα διασχίζουν με σκιώδεις προθέσεις μες στον αφηγηματικό χρόνο μισοφωτισμένα μονοπάτια. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία: καθώς η νύχτα προχωρά σε ολοένα μεγαλύτερο βάθος, το συγκεκριμένο αποκολλάται από τη σαφήνειά του, ο συμπαγής ειρμός του πολιτισμού της ημέρας κατακερματίζεται, τα είδωλά αίρονται πάνω από την ίδια μας την ύπαρξη και διαπλέκονται, σπάζοντας τη συμβατικότητα.
Η αντίθεση στο συμβατικό και το ορθόδοξο τονίζεται και από την χρήση του ύπνου, ως συμβολισμού της ασυνειδησίας που λειτουργεί σαν όπιο και μάχεται τη νοσηρότητα της αστικής κοινωνικής ζωής. Η ηρωίδα κοιμάται βαθιά και δεν συναισθάνεται την ποικιλότητα και τις αντιθέσεις της πόλης και των ανθρώπων της: τείνει να εγκαταλείψει ολικά και οριστικά τις διαστάσεις της ανθρώπινης υπόστασης, αναζητώντας να διαμορφώσει μιαν παρθενική συνείδηση, ονειρική και απόκοσμη. Ο Μουρακάμι μάς κλείνει το μάτι, συνιστώντας στον σύγχρονο αστό «ξεκούραση» για να επιτευχθεί η πτήση πάνω από την πραγματικότητα και η πανοραμική θέαση των ζητημάτων που εκείνη μας θέτει.
Η γραφή του Μουρακάμι, άκρως σκηνοθετική, μας αποκαλύπτει βαθμιαία τους χαρακτήρες μέσα από τη δράση τους. Αινιγματικές φιγούρες, καταστάσεις που κυοφορούν ένταση, όλα σχεδιασμένα με νατουραλιστική διάθεση και χαμηλόφωνο λυρισμό. Μια αφήγηση που δεν παραλείπει να απηχήσει το φιλοσοφικό στοχασμό της Ανατολής, με την ψύχραιμη τοποθέτηση πάνω στη ζωή. Οι θετικές κρίσεις μα και μια διαφορετική πλευρά της σκέψης, το χιούμορ, αφήνουν ένα ξεχωριστό αποτύπωμα, άρτια πλαισιωμένο από τον χαλαρωτικό αφηγηματικό ρυθμό που απαιτεί το νυχτερινό φόντο.
Οι μικρές ώρες προσφέρονται για σπουδαία συμπεράσματα. Αν δεν μένετε ξυπνητοί τέτοιες ώρες, αναζητείστε το εν λόγω βιβλίο και βιώστε στις – λιγοστές – σελίδες του έναν κόσμο από την άλλη άκρη της πραγματικότητας.
Χαρούκι Μουρακάμι,
Τις μικρές ώρες,
Εκδόσεις Ψυχογιός
Comments