Το ψάρι σαν το πουλί τραγουδά,
Στο ρεικότοπο βοσκά,
Κι αγελάδες μουγκανίζουν
Στο κύμα στ’ ανοιχτά.
Και τα ψάρια τραγουδούν. Τι αντιλαμβάνεται κανείς αντικρίζοντας στο εξώφυλλο ενός βιβλίου μια τόσο παράξενη κι εμφατική πρόταση; Η ιστορία διαδραματίζεται στις αρχές του 20ού αιώνα στα περίχωρα του Ρέικιαβικ. Ήρωας είναι ένα ορφανό (εγκαταλελειμμένο) αγόρι που ακούει στο όνομα Άουλβγκριμερ, λέξη που στα ισλανδικά σημαίνει «αυτός που περνάει τις νύχτες με τα ξωτικά». Όταν ο Άουλβγκριμερ έρθει σε επαφή με τη νέα καθεστηκυία τάξη του Ρέικιαβικ (πολιτικούς, ανερχόμενους επιχειρηματίες, αριβίστες κάθε είδους), θα αρχίσει να αναρωτιέται για τις ηθικές αρχές με τις οποίες μεγάλωσε ως εγγονός ψαράδων…
Το «Και τα ψάρια τραγουδούν» είναι ένα δύσκολο μυθιστόρημα, που σίγουρα απαιτεί περισσότερες της μίας αναγνώσεις (και που ενδεχομένως να μην είναι για όλους). Παρά ταύτα, ένα βιβλίο με τόσο ιδιαίτερες περιγραφές και στοχασμούς που ακροβατούν μεταξύ αθωότητας και εμπειρίας, προσδοκίας και διάψευσης, παράδοσης και εξέλιξης, λιτότητας και ευμάρειας, αξίζει τον κόπο να διαβαστεί: αποτελεί με ένα τρόπο καταγραφή της ιστορικής διαδρομής ενός έθνους, παρατήρηση του βηματισμού του στη σύγχρονη εποχή.
Ο αραχνοΰφαντος σαρκασμός και το διακριτικό χιούμορ του νομπελίστα Ισλανδού δεν ενοχλούν, δεν καθυβρίζουν, αντιθέτως περνάνε ποικίλα μηνύματα και προβληματισμούς – η άνετη διαβίωση όπου μπορεί να προκύψουν περισσότερες σκοτούρες από κάποια πιο στερημένη, η κοινωνική επιφάνεια την οποία μπορεί κανείς να κατακτήσει κι ας μην είναι ισχυρός ή έστω ανερχόμενος, το ευ ζην που ακόμα και σήμερα ενδέχεται να μην βασίζεται στο χρήμα, η επιστροφή στις ρίζες μας με την προοπτική μιας πρωτόγνωρης πνευματικής εμπειρίας. Αυτό το μυθιστόρημα πράγματι τραγουδά, όχι βέβαια σε ποπ ύφος, μα με τη μορφή μητρικού νανουρίσματος.
Η οξεία αίσθηση της ειρωνείας του Λάξνες λειτουργεί διαφωτιστικά στις περιγραφές προσώπων και τόπων, δίνοντάς μας το κοντράστ μιας κλειστής αλλά φιλόξενης κοινωνίας ψαράδων, πρώην ναυτικών και άλλων απλοϊκών χωριατών με εκείνη των ανελισσόμενων επιχειρηματιών που απειλεί την γαλήνη και την αρμονία της μικρής κοινότητας – αυτής που σταδιακά έγινε η πρωτεύουσα της Ισλανδίας, το Ρέικιαβικ.
Η εξιστόρηση ξεκινά με μια σειρά από σύντομα, ασύνδετα κεφάλαια, κάτι σαν σκόρπιες εικόνες, μέσα από τις οποίες ο μεγαλύτερος σε ηλικία πλέον Άουλβγκριμερ μας παρουσιάζει όσους φιλοξενήθηκαν κατά καιρούς στην αγροικία του, το Μπρέκεκοτ, με κεντρική φιγούρα τον Γκάρδαρ Χόουλμ, ένα διάσημο και κοσμογυρισμένο τραγουδιστή όπερας, με τον οποίο ανέπτυξε μια φιλία, αντλώντας πολύτιμα πράγματα.
«Υπάρχει μόνο αυτή η μία νότα, η πλήρης νότα», είπε ο Γκάρδαρ Χόουλμ. «Κι αυτός που την έχει ακούσει δεν χρειάζεται να ζητά τίποτε. Το δικό μου τραγούδι δεν έχει σημασία. Να θυμάσαι όμως ένα πράγμα για μένα: όταν ο κόσμος θα σου έχει δώσει τα πάντα, όταν έχεις φορτωθεί στους ώμους σου τον άσπλαχνο ζυγό της φήμης, και το σημάδι του έχει αποτυπωθεί στο κούτελό σου τόσο ανεξίτηλα όσο στον άνθρωπο που ‘χει καταδικαστεί για το χειρότερο έγκλημα στον κόσμο, θυμήσου τότε ότι δεν έχεις άλλο καταφύγιο πέρα απ’ αυτή τη μοναδική προσευχή: ‘Θεέ, πάρ’ τα μου όλα… εκτός από τη μία νότα’».
Αυτή του η αναζήτηση για τη μία πλήρη νότα συνιστά μια εύσχημη αλληγορία για το πνευματικό ταξίδι του καθενός από εμάς. Όσοι αναζητάμε «φώτιση», μπορούμε εύκολα να παρασυρθούμε από σαγηνευτικούς απατεώνες. Το αυθεντικό πνευματικό ταξίδι ωστόσο, ενώ μεν επικουρείται από κάποιο πεφωτισμένο δάσκαλο, στην πραγματικότητα εξαρτάται από το κίνητρο και την αφοσίωση εκάστου εξ ημών. Ο χαρακτήρας του Χόουλμ – ένας δεύτερος γυμνός βασιλιάς – διδάσκει πολλά επ’ αυτού…
Μια ιστορία που εξελίσσεται χρονολογικά σαν Ισλανδική Σάγκα, αποδίδοντας σε κάθε ήρωα τη δέουσα μεγαλοπρέπεια. Με λίγη υπομονή, προκειμένου να προσαρμοστείτε στον αφηγηματικό ρυθμό και τον ιδιότυπο σαρκασμό του Λάξνες, το «Και τα ψάρια τραγουδούν» θα σας ικανοποιήσει. Ένα μυθιστόρημα που διατυπώνει επιτυχώς ότι η ζωή είναι πιο συναρπαστική κι από ένα μυθιστόρημα. Αναζητείστε το.
Χάλντορ Λάξνες,
Και τα ψάρια τραγουδούν (μετ. Μιχάλης Μακρόπουλος),
Εκδόσεις Καστανιώτη
Comments