Η πλατεία δεν θύμιζε σε τίποτε τις χριστουγεννιάτικες περιόδους των προηγούμενων ετών. Ο στολισμός σαφώς λιγότερος, όπως ακριβώς και ο κόσμος που κυκλοφορούσε έξω. Άλλωστε οι συνθήκες δεν επέτρεπαν την κοσμοσυρροή στα εμπορική καταστήματα και τις αργόσχολες βόλτες κάτω από τον παγωμένο ήλιο. Ο γέρος βέβαια παρέμενε πιστός στο πόστο του ακόμη μία χρονιά.
Έχοντας αδυνατίσει κι άλλο, παρέπεμπε περισσότερο στην ορθόδοξη, ασκητική φιγούρα του Αγίου Βασιλείου της Καισαρείας παρά στον ροδαλό κι αφράτο παππούλη της δυτικής κουλτούρας. Η κόκκινη στολή έπλεε πάνω του και η λευκή ψεύτικη γενειάδα τον έκανε να μοιάζει περισσότερο με υπερήλικα Κρητικό λυράρη, παρά με τον διασημότερο κάτοικο των περιχώρων του Ροβανιέμι.
Ακόμα κι έτσι, διατηρούσε εκείνο το πειστικό χαμόγελο – εκείνη την έντονη έκφραση που είχαν οι παππούδες ή οι γονείς μας, που όταν την αντίκριζες ήξερες πως κάτι πολύ καλό σε περιμένει στα επόμενα δευτερόλεπτα. Στεκόταν κάτω από το έλατο της πλατείας με το γιουκαλίλι του. Δίπλα του ένας τεράστιος σάκος σχεδόν άδειος και μπροστά του ένα κουτί που δεχόταν χρήματα.
Πριν καμιά δεκαριά χρόνια, τον είχαμε πλησιάσει για να του προσφέρουμε ζεστή σοκολάτα και μελομακάρονα. Αρνήθηκε ευγενικά. Έβγαλε από τον σάκο του μερικές μπροσούρες και μας τις μοίρασε. Καθώς απομακρυνόμασταν από το σημείο, διαβάσαμε δυνατά το περιεχόμενο:
«Ο κόσμος αλλάζει. Ανέκαθεν συνέβαινε αυτό. Η ταχύτητα των αλλαγών, όμως, αυξάνεται εκθετικά. Κάποιοι, κάποτε, μίλησαν για το φαινόμενο της δημιουργικής καταστροφής. Χάνονται και θα χαθούν πολλοί. Πάντα επιπλέουν λίγοι. Θες να μείνεις στην ομάδα των λίγων; Κανένα πρόβλημα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να πιάσεις το πνεύμα της εποχής και να πηδήσεις στο σωστό βαγόνι.
Κι εγώ θέλω να μείνω με τους λίγους. Αλλά ώστε να παλέψω γι’ αυτούς που θα χαθούν. Κι ας μην καταλαβαίνουν τα δώρα που θα τους φέρνω. Όλοι σας φυλάσσετε εντός σας το παιδί που ήσασταν κάποτε. Ο Άη Βασίλης δεν έρχεται για να σκορπίσει δώρα σε όλα τα παιδιά, αλλά μόνο σε όσα το έχουν ανάγκη.»
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας. Οι μισοί ειρωνεύτηκαν με γκριμάτσες και οι άλλοι μισοί γελάσαμε. Ένα ακόμη κείμενο σε ύφος «Αποκάλυψης» που προφητεύει δεινά και ευαγγελίζεται την υπόσχεση της σωτηρίας. Εύκολα υποθέτετε τι σούραμε του γέρου στο πηγαδάκι μας.
Βλέποντάς τον φέτος να στέκεται παίζοντας το γιουκαλίλι του μπροστά από ένα σχεδόν ανύπαρκτο κοινό, θυμήθηκα εκείνο το σημείωμα. Με όσα συνέβησαν φέτος, μου φάνηκε ανατριχιαστικά επίκαιρο. Σιγά τα λάχανα, θα πεις. Οποιαδήποτε γενικόλογη καταστροφολογία είναι προφητική εκ φύσεως. Όντως. Ωστόσο είχα την περιέργεια να τον πλησιάσω. Να του θυμίσω εκείνες τις γραμμές.
Εκείνη την ώρα έπαιζε το Children’s Bread του Jimmy Cliff. Δεν πρόλαβα να ανοίξω το στόμα μου. Με το που πλησίασα με κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο. Όταν τελείωσε το τραγούδι, έγειρε ελαφρώς τον κορμό του προς το μέρος μου:
- Δεν μπορείς να είσαι με όλους. Ακόμη κι αν είσαι ο Άη Βασίλης. Σε αυτόν τον κόσμο των μεγάλων αντιθέσεων, η θέση σου πρέπει να είναι ξεκάθαρη και η εναντίωσή σου φωναχτή.
- Αυτό που λέτε δεν μοιάζει ακριβώς με «μήνυμα αγάπης για τις γιορτινές ετούτες μέρες», απάντησα αυθόρμητα.
- Η ύπαρξη του «Άη Βασίλη είναι ό,τι πιο ειλικρινές έχει ψιθυρίσει η αγάπη στην προσμονή. Ο μόνος τρόπος να πιστέψουμε ότι υπάρχει είναι να γίνουμε οι ίδιοι. Διάλεξε σοφά πού θα χαρίσεις τα δώρα σου. Στείλε την αγάπη σου εκεί που την προσμένουν περισσότερο. Εκεί που δεν έχει μείνει άλλη προσμονή παρά μόνο του Άη Βασίλη.
Έβγαλε από τον σάκο του ένα μικρό τετράδιο σπιράλ και μου το έδωσε. Ήταν ένα ημερολόγιο για το νέο έτος. Στην πρώτη του σελίδα είχε μία φράση του Ραλφ Γουάλντο Έμερσον: Το μεγαλύτερο δώρο είναι ένα κομμάτι του εαυτού σου. Καθώς σουρούπωνε, ο κόσμος άρχισε να βγαίνει στην πλατεία και η μουσική να δυναμώνει. Καθώς έβλεπα τόσα πρόσωπα γελαστά, σκέφτηκα τα λόγια του γέρου. Γύρισα προς αυτόν. Η επόμενη χρονιά καθρεφτιζόταν στο πρόσωπό του.
(πρώτη δημοσίευση: Ομηρική Γραία)
Comments