Πέρασαν πενήντα χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι, μικρά μου. Ίσως το πιο περίεργο καλοκαίρι της ζωής μου. Της ζωής μας. Η εποχή μας δεν έβγαλε ήρωες, όπως τους έχετε φανταστεί μέσα από τα βιβλία της ιστορίας. Δεν αρματωθήκαμε να διώξουμε τον εχθρό, δεν εξοριστήκαμε σε ξερονήσια, δεν στηθήκαμε μπροστά σε εκτελεστικά αποσπάσματα. Ούτε καν γράφτηκε σπουδαία λογοτεχνία γύρω απ’ τα καθέκαστα της περιόδου. Έμειναν μόνο οι διηγήσεις μας, γραπτές και προφορικές, σαν ένα ημερολόγιο καταστρώματος με σκορπισμένες, ανάκατες σελίδες.
Μολαταύτα, στην μνήμη μου διατηρείται ως μία ηρωική εποχή. Ο χρόνος έχει απαλείψει πολλές από τις λεπτομέρειες, ενώ άλλες τις έχει διαστρεβλώσει. Τι σημασία έχει; Ανέκαθεν έτσι φτιάχναμε τις μεγάλες αφηγήσεις. Ανακαλώ μεμονωμένες εικόνες: «Επιβεβαιώθηκε το πρώτο κρούσμα του κορονοϊού στην Θεσσαλονίκη…», «Ρε φίλε, τι γίνεται, έχουν αδειάσει τα τρένα και τα λεωφορεία…», «Από αύριο στις 6 το πρωί της Δευτέρας 23ης Μαρτίου, θα ισχύσει απαγόρευση κάθε άσκοπης κυκλοφορίας…», «Αύριο στις 9 έχουμε τηλεδιάσκεψη για να οργανώσουμε την πορεία της εταιρείας, όσο διαρκεί η καραντίνα…», «Η κατάσταση του πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας, ο οποίος έχει προσβληθεί από κορονοϊό, επιδεινώθηκε…», «Σήμερα που βγήκα με το ποδήλατο, είχε τόσο κόσμο έξω…», «Το πρώτο βήμα για την σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα επιχειρεί η Ελλάδα στις 4 Μαΐου…».
Κάπως έτσι φτάσαμε σε εκείνο το καλοκαίρι. Έχοντας προηγηθεί δέκα καλοκαίρια οικονομικής κρίσης στη χώρα, ατενίζαμε την νέα δεκαετία με συγκρατημένη αισιοδοξία. Ακόμη κι αν δεν στήριζες την πολιτική ηγεσία που είχε αλλάξει από το καλοκαίρι του ’19, εισέπραττες από τον καθένα εκείνο το αίσθημα. Όσα μεσολάβησαν όμως τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020, μας έκοψαν τα πόδια. Δεν είχαμε να αντιμετωπίσουμε μόνο τις οικονομικές συνέπειες εκείνου του περίφημου «lockdown». Πλέον είχε σφηνώσει στο μυαλό ο φόβος της ασθένειας. Το ενδεχόμενο να κινδυνέψουμε σοβαρά σε καιρό ειρήνης εμείς ή οι αγαπημένοι μας. Κι από πάνω, οφείλαμε να προχωρήσουμε τις ζωές μας, που τελούσαν σε παύση για δύο περίπου μήνες.
Σας είπα πριν λίγο ότι την θυμάμαι ως μία ηρωική εποχή. Ξέρετε τι την έκανε τέτοια στα μάτια μου; Το γεγονός ότι μεγαλώσαμε ως καλομαθημένα παιδιά. Σε οικογένειες που είχαν να μας προσφέρουν περισσότερα απ’ όσα οι παππούδες στους γονείς μας – υλικά αγαθά, μόρφωση, τεχνολογία, ταξίδια. Καταναλώσαμε μπόλικα από δαύτα ως τα δεκαοκτώ μας, τα είκοσι, τα είκοσι δύο. Άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο. Και ξαφνικά – ή μάλλον όχι τόσο ξαφνικά – βγήκαμε έξω, σε έναν κόσμο που ήδη είχε αρχίσει να πληρώνει τις αμαρτίες προηγούμενων δεκαετιών. Με τοξικότερο οικοσύστημα, περισσότερη βία, μεγαλύτερη ανεργία, χειρότερες αμοιβές, ασταθέστερο πολιτικό τοπίο, και μία θολή κριτική πρόσληψη της πραγματικότητας – αποτέλεσμα του καταιγισμού των ιστορικών γεγονότων, της κούφιας παιδείας που είχαμε λάβει, της αποχαύνωσης του ψηφιακού μας πολιτισμού. Και σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, ενέσκηψε και ο «αόρατος εχθρός» της πανδημίας.
Ένα μάτσο καλομαθημένα παιδιά που κλήθηκαν να παλέψουν όχι για να σώσουν τον κόσμο, αλλά πρώτα απ’ όλα το τομάρι τους. Όχι επειδή δεν μπορούσαν να τον σώσουν – αλλά επειδή δεν πίστευαν πια σε αυτό. Δεν σας ακούγεται και πολύ ηρωικό, ε; Κι όμως εκείνο το καλοκαίρι του ’20, περπατώντας στην ακτή, με το βάρος των γεγονότων στους ώμους, συνάντησα κάποιο απόγευμα έναν παλιό μου γνώριμο. Έτρεχε μπροστά και ανά διαστήματα κρυβόταν πίσω από δέντρα και αυτοκίνητα. Ήταν μια φιγούρα των σχολικών μου χρόνων – από εκείνα τα παιδιά που πέρασαν για μικρό διάστημα από την τάξη, ύστερα μετακόμισαν και χαθήκαμε οριστικά.
Η φιγούρα αυτή – που ασφαλώς έβλεπα μόνο εγώ – μεγάλωνε κάθε λίγα μέτρα. Ώσπου έφτασε σε ηλικία παρόμοια με την δική μου τότε. Ένα τριαντάχρονο, γοητευτικό πλάσμα που δεν είχα δει ποτέ στ’ αλήθεια. Τόσο συγκεκριμένο, σχεδόν απτό. Κάποια στιγμή πλησιάσαμε πολύ κοντά. Χαμογέλασε και άρχισε να σφυρίζει έναν από τους εύθυμους σκοπούς που μαθαίναμε στο δημοτικό. Γέμισα νοσταλγία. Όμως καθώς ο ήλιος έδυε πίσω από την πλάτη του, η εικόνα του άρχισε να τρεμοπαίζει μπροστά μου, μέχρι που έσβησε πλήρως.
Εκείνο το καλοκαίρι του ’20, που το μέλλον τρόμαζε, πιο αβέβαιο παρά ποτέ, και το δεκαετές παρελθόν δεν είχε επουλωθεί μέσα μας, ήμασταν ακόμη εκεί. Συγκεκριμένοι και απτοί. Με μία σοφία που ακόμη δεν είχαμε συνειδητοποιήσει. Μα το κυριότερο; Με τις αυταπάτες, σαν ανέμελες παρελθοντικές εικόνες ή σαν παραπλανητικές παροντικές προβολές, να σβήνουν. Ήταν το καλοκαίρι που ένα μάτσο καλομαθημένα παιδιά σιγουρεύτηκαν πως δεν θα επιστρέψουν ποτέ στην εποχή από την οποία ξεκίνησαν. Θα βάδιζαν απρόθυμα πάνω σε μία Ιστορία διακεκομμένη από ρήγματα και θα αναγκάζονταν να τα γεμίσουν με όσα σώματα χρειαζόταν, για να περάσετε οι επόμενοι. Ποτέ άλλοτε ο ηρωισμός δεν πήρε στη δούλεψή του τόσους αντιήρωες.
(πρώτη δημοσίευση: Ομηρική Γραία)
Comments