(του Δημήτρη Τσακάλη - εφημερίδα "Ασωπός", Ιανουάριος 2018)
Ζώντας σε μία προβληματική εποχή, ο καθένας από εμάς αναζητά τον καλύτερο τρόπο για να γράψει χιλιόμετρα στο προσωπικό του κοντέρ. Κάθε διαδρομή κρύβει κινδύνους, αυταπάτες, υποχωρήσεις, αποτυχίες και επιτεύγματα. Όλα αυτά μέσα σε ένα ρευστό σκηνικό: εκείνο της Ιστορίας. Γεγονότα που πυροδοτούν αλυσιδωτές αντιδράσεις, αποφάσεις πίσω από κλειστές πόρτες, ανατροπές παγιωμένων καταστάσεων και κάπου ανάμεσα εμείς. Με την ψευδαίσθηση ότι κινούμαστε βάσει προγραμματισμού, αλλά στην πραγματικότητα με ακανόνιστα βήματα, συγκυριακά.
Έχοντας αυτή την προϊδέαση, μπορεί κάποιος να ξεκινήσει να διαβάζει την συλλογή ποιημάτων του Δημήτρη Τσιριγώτη (που υπογράφει το βιβλίο ως Δημήτρης Μανουήλ) με τίτλο «Αμαχητί». Ένας τίτλος από τον οποίο απουσιάζει το ρήμα και το ουσιαστικό (δηλαδή τα στοιχεία που δίνουν ζωή και κατεύθυνση σε μία πρόταση) και απομένει μονάχα ένα επίρρημα.
Αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία. Χρησιμοποιώντας μια λέξη που δείχνει το «πώς», αλλά παραλείπει να διευκρινίσει το «ποιος», το «τι» και το «γιατί», μοιάζει να υπονοείται, από το εξώφυλλο κιόλας, ότι τα πρόσωπα, οι προθέσεις και οι πράξεις τους είναι καταδικασμένα να συσκοτιστούν κάποτε. Ο τρόπος όμως που τα πρόσωπα αυτά έδρασαν μέσα στον χρόνο και τον χώρο έχει αξία. Διδάσκεται ως παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή.
Το «Αμαχητί» ναι μεν δεν έχει ερωτηματικό στο τέλος, αλλά ούτε τελεία και παύλα. Δεν δηλώνει δηλαδή τελεσίδικα ότι το παιχνίδι είναι χαμένο. Απλώς αιωρείται όπως κάθε λέξη με αρνητική χροιά: σαν ένα φάντασμα που πρέπει να ξορκίσουμε. Όπως αναγράφεται και στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου «Την ώρα που εσείς διαβάζετε αυτές τις σειρές, ο κόσμος εκεί έξω τρώει τις σάρκες του. Σβήνει παλιά δεδομένα, γράφοντας νέα. Φαίνεται πως ο παράδεισος απέχει από την κόλαση όσο ο πεινασμένος φτωχός από την τροφή του. Μια απόφαση τους χωρίζει: αρετή και αφανισμός ή έγκλημα και επιβίωση; Όλη η ανθρώπινη ιστορία παλινδρομεί μεταξύ αυτών, κι ας μην υπάρχει πάντα κάποια επείγουσα ανάγκη όπως η πείνα. Η απόφαση περιμένει πάντα εκεί. Πώς της παραδίνεσαι, είναι το ερώτημα. Αμαχητί;».
Κάπως έτσι λοιπόν αρχίζει και ξεδιπλώνεται ο ποιητικός μικρόκοσμος της συλλογής. Με σύντομες ποιητικές συνθέσεις που αφηγούνται μικρές ιστορίες. Αν θα μου ζητούσε κάποιος να χρησιμοποιήσω μία λέξη που να συμπυκνώνει την αισθητική της συλλογής, θα έλεγα «νουάρ». Όπως ακριβώς ένα φιλμ νουάρ εστιάζει σε πιο κυνικές εκδοχές της πραγματικότητας, με απροσδόκητες γωνίες λήψης και αλλόκοτους (αντι-)ήρωες, έτσι και τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής σε καλούν να «μπεις στο τούνελ». Να αντιμετωπίσεις το ημίφως και κατόπιν το σκοτάδι. Χωρίς εκφραστικές φανφάρες. Με απλά υλικά και με πολυάριθμες αναφορές σε χαρακτήρες από τη μυθολογία, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, το σινεμά.
Αυτό το τελευταίο στοιχείο προδίδεται από αρκετούς τίτλους ποιημάτων. Το ποίημα «Φουκώ, 1976» παραπέμπει στον 1ο τόμο της «Ιστορίας της σεξουαλικότητας» του Γάλλου στοχαστή, το «Ἤμην πτωχόν βοσκόπουλον εἰς τά ὄρη…» στο παπαδιαμαντικό «Όνειρο στο κύμα», ενώ τα «Fight club» και «Στη φωλιά του κούκου» φέρουν αυτούσιους τους τίτλους των ομώνυμων ταινιών. Κι αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα.
Στα ποιήματα αυτά δεν σημαίνει ότι επιχειρείται αναγκαστικά μία σύνοψη της πηγής έμπνευσης. Απλώς εκδηλώνεται ένα σημείο εκκίνησης από το οποίο ξεκινά ο ποιητικός στοχασμός. Μια αφορμή να ειπωθούν πράγματα που ενδεχομένως να έχουν διαφορετική στόχευση από το πρωτότυπο έργο. Οι αναφορές εξυπηρετούν μονάχα για να μπεις πιο υποψιασμένος στην ανάγνωση.
Ένα στοιχείο που επανέρχεται σε αρκετά σημεία της συλλογής είναι το σώμα. Όχι όμως για να υμνηθεί αυτό καθαυτό (δεν θα μπορούσε άλλωστε μία νουάρ οπτική να κινηθεί στη λογική της εξιδανίκευσης). Σε μία συλλογή με κοινωνικοπολιτικό πρόσημο, το σώμα χρησιμοποιεί και χρησιμοποιείται, εξουσιάζει και εξουσιάζεται, φθείρει και φθείρεται.
Ιδιαίτερα τα χέρια, που τονίζονται λίγο περισσότερο, είναι ο καθρέφτης των προθέσεων και των στρατηγικών, ο δίαυλος για να αναπαραχθεί η βιοπολιτική (Κάθε συμφιλίωσηείναι μια παγίδα/που υπονομεύειτα χέρια σου/ξεφλουδίζει τις γροθιές σου/αφήνοντας τζούφιες παλάμες απλωμένες,/για να μασάνε οι χειραψίες και/να χωνεύουν τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη…), ο δημόσιος λόγος, ιδίως ο λαϊκίστικος («Θα βοηθήσω ως απλός εργάτης/Δεν μπορώ ως κάτι άλλο. Κανένας δεν μπορεί.»/Βούτηξε τα χέριαως τους αγκώνες μέσα στην πίσσακαι σφήνωσε εκεί./Οι ακόλουθοι μιμήθηκαν την ξαφνική σπουδή του…), η αντίδραση (ένιωσε κάποιο πόνο στα γόνατα όντας αγύμναστη στη ζωή/όμως τα χέρια της/τα χέρια της/λοιπόν τα χέρια της/μπορούσαν ως και το πολίτευμανα ανατρέψουν…) καθώς και πολλές άλλες εκδοχές της καθημερινότητας.
Η σωματικότητα βέβαια επανέρχεται και στο δεύτερο μέρος της συλλογής που εστιάζει περισσότερο στο άτομο και την πάλη με τους δαίμονές του: Κοίταγες το ξένο σώμα, τις φουσκωμένες φλέβες, τα οστά […] κι ήταν το σώμα το δικό σου Τύραννος και το μυαλό σου πόναγε κι ακόμα ξένο το ‘βλεπες το σώμα. Το σώμα, στα ποιήματα του δεύτερου μέρους, αντανακλά την απεγνωσμένη προσπάθεια της συνείδησης να κρατηθεί όρθια και να μην ενδώσει στις παραισθήσεις και στην ήττα.
Κάθε δημιουργία πρέπει να αφουγκράζεται την εποχή της. Να αντλεί από εκείνην και να την αναπλάθει καλλιτεχνικά, δίνοντάς της μια νέα προοπτική. Μια τέτοια στόχευση πρέπει ωστόσο να προβαίνει σε μια τίμια παραδοχή: τίποτα απ’ όσα γράφονται δεν προορίζεται να κολακέψει το κοινό, να μιλήσει εξ ονόματος του και να φτιάξει τη μυθολογία μιας ακόμη αδικημένης γενιάς που θα κουνήσει το δάχτυλο στις επόμενες. Ο στίχος «Τούτος ο Παράδεισος έχει πρώτο ενικό πρόσωπο» συνοψίζει αυτή την παραδοχή, υπενθυμίζοντάς μας ότι δεν αρκεί να μιλάς για συλλογικούς καημούς και πάθη, αλλά οφείλεις συγχρόνως να εκτίθεσαι ως υπεύθυνη μονάδα. Με το προσωπικό σου στίγμα, όχι ως αυτόκλητος εκπρόσωπος του συνόλου.
Ο Δημήτρης Μανουήλ (σ.σ. Δημήτρης Τσιριγώτης) γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Νέα Παλάτια Ωρωπού. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Ασχολείται με την ποίηση από μικρή ηλικία, ενώ κατά καιρούς ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά Ποιείν και Θράκα. Το Αμαχητί είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή και περιλαμβάνει κάποια από τα ποιήματα που έγραψε στα έτη 2006-2016.
Comments