«Έτσι καταργείται η ιστορία, αγόρι μου… Πρέπει να ζήσουμε, να ζήσουμε… Δε χρειάζεται να πατσίσεις, να ζήσεις χρειάζεται…». Η Αθήνα του σήμερα. Η Αθήνα του νεκρού Αλέξη και των νέων δεκεμβριανών. Η Αθήνα του μνημονίου και των Αγανακτισμένων. Η Αθήνα των μεταναστών και των διωκτών τους. Μέσα σ’ όλα αυτά, η ανάγκη να ζήσουμε, η ανάγκη να ερωτευτούμε. Οι εποχές που αλλάζουν, μας αλλάζουν κι αλαλάζουν. Τα λιοντάρια που βρυχώνται. Οι μεν και οι δε. Το μαύρο και το κόκκινο. Κάπου ανάμεσα η απρόσμενη στιγμή. Η ασαφής ελπίδα. Η επιμονή στο απίθανο. Η συνάντηση. Το κρατημένο από καιρό φιλί. Το παρόν και τίποτε πιο μπροστά.
Σ’ ένα αστραπιαίο παρόν θα συναντηθούν ο Πέτρος και η Σοφία. Δεκέμβριος του 2008 και η πρωτεύουσα να καίγεται. Μερικές μονάχα ώρες, έπειτα χάνονται. Οι παράλληλες γραμμές που χαράζουν οι ζωές τους πρέπει να κυρτώσουν και να ταθούν ξανά. Το ελπίζουν και οι δύο. Ο καθένας με τον τρόπο του, ο καθένας με τους πόνους του. Στο μεταξύ η πόλη και οι άνθρωποί της διαμορφώνονται από τα μικρά και τα μεγάλα. Ο Γρηγορόπουλος. Η δολοφονία μιας κοπέλας από έγχρωμο μετανάστη για μια τσάντα. Η Μάρθα, φίλη της Σοφίας, που αρθρώνει τη συνειδητοποίηση (και λίγο τον κυνισμό) του καιρού της. Ο Γουόλε, χρόνια στην Ελλάδα, που μουδιάζει στην θέα του πρόχειρα κρυμμένου τέρατος. Το πρώτο μνημόνιο. Ο νεοναζί Κωνσταντίνος που πασχίζει να ανελιχθεί στην οργάνωση που ανήκει. Ο Θεόφιλος, σπιτονοικοκύρης του Πέτρου, και από κοντά το φάντασμα της γυναίκας του, Έρσης. Η κατάληψη της Νομικής από Αφγανούς μετανάστες. Ο Λουκάς, μποέμ, με μόνη πιστή σύντροφο την κιθάρα του. Το κίνημα της πλατείας. Και ένα ποίημα, η Σαμαρκάνδη.
Τα «Λιοντάρια» του Μαργαρίτη είναι φιλμάκι. Η ατμόσφαιρα της σακάτισσας Αθήνας, που βογκάει, γενικώς δε διαθλάται, δεν εξιδανικεύεται ούτε δραματοποιείται πέραν του νομίμου. Παρουσιάζεται ολόσωμη, με την υπάρχουσα ακτινοβολία και την σκιά της. Οι κοινωνικές ζυμώσεις της πόλης τελούνται σε χρόνο πραγματικό, δεν αποτελούν παρελθοντικό αφήγημα που μυρίζει ναφθαλίνη. Καθώς διαβάζεις τις σελίδες, νιώθεις πως όλα, όσα συνάντησες σήμερα στο δρόμο, έχουν ήδη καταγραφεί: Η Αθήνα με τα επικίνδυνα μέρη, η Αθήνα με τα πολυσύχναστα στέκια, η Αθήνα με την αντιφατική της ανθρωπογεωγραφία. Κυρίως δε, η Αθήνα-αίνιγμα, η Αθήνα που συνεχώς σ’ αφήνει με την απορία. Οι ήρωες του βιβλίου εκφράζουν υποδειγματικά τούτη την σύγχυση. Παρά ταύτα, δεν βρίσκονται σε έξαρση – πουθενά δε θα δείτε εξάρσεις και υπερευαίσθητες προσεγγίσεις των επιμέρους κοινωνικών φαινομένων. Θα δείτε μόνο φυσικούς διαλόγους, μικροπερίοδες αφηγήσεις και ζωηρό ρυθμό, όπως άλλωστε ταιριάζει σ’ αυτήν εδώ την πόλη.
Αλλά να, ο τόπος μας βράζει στο καζάνι του χρόνου κι αυτό είναι κάτι που επηρεάζει το μυθιστόρημα σε μερικά του σημεία. Αρκετά συχνά ενδίδει στον εύκολο συναισθηματισμό, με αποτέλεσμα να ηττάται η μαγεία που αποπνέει η άγρια και συναρπαστική αλήθεια της Αθήνας των τελευταίων ετών. Είναι κι εκείνο το καταραμένο δίστιχο της Βιτάλη (κι εσύ να βλέπεις γραφικά τα δυστυχήματα/ έτσι σε έχει μάθει ο καιρός σου) που δεν αφήνει τους καλλιτέχνες ν’ αγιάσουν. Ο λυρισμός σε τέτοιες περιπτώσεις αλλοιώνει την πρόθεση του δημιουργού. Η πραγματικότητα είναι δεδομένη και ένα καλοραμμένο σενάριο που την αποδίδει, αρκεί. Δεν χρειάζονται ανυψωτικά μηχανήματα, δεν προσιδιάζουν μελό αναπλάσεις. Μόνη η ωμότητα φτάνει για να διεγείρει το αναγνωστικό ένστικτο. Το κακό είναι ότι και το τέλος της ιστορίας – η εκ νέου συνάντηση των δύο πρωταγωνιστών με φόντο πάλι μια διαδήλωση – για το οποίο προετοιμαζόμαστε από πολύ νωρίς, δεν κατορθώνει να προκύψει σε φυσικές συνθήκες αλλά μοιάζει να γεννιέται με όρους στερεότυπου παραμυθιού.
Τα τελευταία χρόνια η κρίση βρίσκεται στο επίκεντρο της λογοτεχνικής θεματολογίας. Ωστόσο η εγγύτητα του θέματος δεν έχει εξασφαλίσει σε όλα τα βιβλία την προσδοκώμενη ποιότητα, κυρίως λόγω έλλειψης ψυχραιμίας του γράφοντος στην προσέγγιση της επικαιρότητας. Ο Μαργαρίτης αποφεύγει έξυπνα να ουρλιάξει για τον μετανάστη που κατατρέχουν οι νεοναζί ή για τον Έλληνα που υφίσταται την εγκληματικότητα του κέντρου, κερδίζοντάς μας αν μη τι άλλο σε εντιμότητα. Τα «Λιοντάρια» είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας των Γάτων, μόνο που το πρώτο δεν έχει γραφτεί ακόμη, όπως λέει ο ίδιος. Αναμένουμε με περιέργεια και τα υπόλοιπα.
Κυριάκος Μαργαρίτης
Όταν θα βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησέ με
Εκδόσεις Ψυχογιός
Comments