Πού σταματά η σαρκοβόρα πραγματικότητα και πού ξεκινά η εξαγνιστική μυθοπλασία; Μήπως η δεύτερη συνιστά εν τέλει μία τεθλασμένη αληθινών γεγονότων που δεν έχουν το θάρρος να φωνάξουν τ’ όνομά τους; Και η εθνική αυτεπίγνωση; Συνδέεται καθόλου με την προσωπική; Αν ναι, βοηθά από τη μεριά της στην διάλυση κάθε σκιάς που συσκοτίζει το παρελθόν και τελικά στην επιθυμητή λύτρωση; Πώς θα γραφτεί η «τελευταία σελίδα»;
Ο βιβλιοθηκάριος Αλί πεθαίνει εν έτει 2011 από έμφραγμα στη Σαγκάη. Ο γιος του, Μέλσι, γυρίζει εσπευσμένα από την Αθήνα στα Τίρανα και κάνει ενέργειες ώστε να φέρει από την Κίνα τη σορό του πατέρα του. Στις είκοσι δύο μέρες που μεσολαβούν μέχρι την επιστροφή της σορού, ανακαλύπτει στα χειρόγραφα του πατέρα του, μια άγνωστη οικογενειακή ιστορία λύνοντας έτσι το μυστήριο του μοιραίου ταξιδιού του πατέρα του στη Σαγκάη.
Μαθαίνουμε έτσι με λεπτομέρειες ολόκληρη την ιστορία της οικογένειας, ξεκινώντας από την άνοιξη του ’43 και την κατεχόμενη από τους ναζί Θεσσαλονίκη, όπου μια τριμελής οικογένεια Ελλήνων Εβραίων, αλλάζοντας ονόματα και ταυτότητες, καταφέρνει να σωθεί βρίσκοντας καταφύγιο στην Αλβανία. Μια χώρα που δεν θα μπορέσουν να εγκαταλείψουν ποτέ ξανά, αφού τα σύνορα της μετά τον πόλεμο έκλεισαν ερμητικά για μισό περίπου αιώνα ελέω Χότζα. Ο μοναχογιός της οικογένειας, Αλί, θα μεγαλώσει ως καλός Αλβανός στην κομουνιστική Αλβανία. Θα παντρευτεί την όμορφη Μπόρα – αποκτώντας μαζί της τον κεντρικό ήρωα, Μέλσι – και θα γίνει υπεύθυνος του Τμήματος Απαγορευμένων Βιβλίων στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Τιράνων. Ένα γεγονός ωστόσο θα σηματοδοτήσει μια σειρά ανατροπών στην οικογενειακή τους ζωή…
Ο Καπλάνι γράφει με τρόπο κινηματογραφικό. Το παιχνίδι ανάμεσα στη σιωπή – που φυλάσσει εντός της, σαν φυσαλίδα, πάθη, παθολογίες και παθήματα – και την αποκάλυψη – που σαν αέρας έρχεται και διαρρηγνύει τον υδάτινο υμένα αυτής της φυσαλίδας – αποτελεί μια επιδέξια σκηνοθεσία προσώπων και καταστάσεων, η αλήθεια των οποίων φωτίζεται σταδιακά, σχεδόν ταυτόχρονα με τα υποκείμενα της ιστορίας. Ακόμα και στους ήρωες που δεν έχει δοθεί το απαιτούμενο βάθος, η στιγμή που τους εντοπίζουμε καθρεφτίζει σημαντικές πτυχώσεις του βίου και της πολιτείας τους, με τρόπο που εξυπηρετεί την πλοκή.
Μέσα στη διήγηση συναντούμε το συμπέρασμα ότι οι ήρωες αναγκάζονται να ζουν σε «λάθος χώρες και εποχές» και να ερωτεύονται «λάθος ανθρώπους». Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι παρά ένα διαχρονικό-επίκαιρο σχόλιο του συγγραφέα πάνω στον απομονωτισμό και τη ξενοφοβία που οργίασε στο καθεστώς του Χότζα, αλλά και τις ρατσιστικές εξάρσεις στην σημερινή Ελλάδα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Παρότι ο απλοϊκός τρόπος με τον οποίο ο Καπλάνι μας καταθέτει τις απόψεις του πάνω σε αυτά τα φαινόμενα σηκώνει αρκετές αμφισβητήσεις και αντεπιχειρήματα, εντούτοις οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε εντιμότητα και παρρησία. Είναι ένας άνθρωπος που πατάει τόσο στην Αλβανία όσο και στην Ελλάδα, κάτι που έχει καταστήσει την αντίληψή του «διασυνοριακή» και λιγότερο μονότροπη.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που καθιστά σε όλη του την έκταση σαφές το γεγονός πως η αυτογνωσία είναι μια πολύμορφη διαδικασία που περνάει από την κρησάρα του σκώμματος, του χιούμορ και της αποκαθήλωσης κάθε εθνικής ή άλλης ιδεοληψίας. Πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχει ο άνθρωπος που δοκιμάζεται, κλονίζεται, νικιέται και νικά. Είναι ο άνθρωπος που καλείται να συμμετέχει σ’ ένα παιχνίδι, τους κανόνες του οποίου δεν διαπραγματεύτηκε ποτέ του, γνωρίζοντας εξαρχής πως είναι το αουτσάιντερ της μοίρας. Μέσα από αυτή τη συνθήκη διαγράφει την πορεία του και φτιάχνει τον «ιδιωτικό του μύθο». Μεταναστεύει, ερωτεύεται, προδίδεται, συλλογιέται. Ευτυχεί και δυστυχεί δίχως σύνορα και φυλετικούς διαχωρισμούς. Ξαφνιάζεται με το πώς γράφτηκε η τελευταία σελίδα των γύρω του και στοιχηματίζει τη δική του…
Ένα μικρό και απλογραμμένο διήγημα που αξίζει να μπείτε στον κόπο να διαβάσετε.
تعليقات