Ο Στέφανος και η Σάρα γνωρίζονται στο τρένο το 2000. Είναι συνταξιδιώτες στη διαδρομή Παρίσι-Λονδίνο. Ένα χρόνο περίπου μετά, συζούν στη Νέα Υόρκη. Η κοινή τους μοίρα συνδέεται με την τραγωδία των διδύμων πύργων, όπου η Σάρα συγκαταλέγεται στα θύματα. Κάποτε ο Στέφανος είχε πει στη Σάρα, ότι ακόμα κι αν δεν ήταν πια μαζί, θα ευχόταν τουλάχιστον να ειδωθούν μια νύχτα μετά από 100 χρόνια. Στην επόμενη ζωή τους δηλαδή, ώστε η αγάπη τους να περάσει στην αιωνιότητα. Ο Στέφανος, λοιπόν, δέκα χρόνια μετά την επίθεση στους Διδύμους, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει την απώλεια. Μεταβαίνει στην Νέα Υόρκη για το μνημόσυνο των δέκα ετών. Εκεί, με τη βοήθεια της φαντασίας και του υποσυνείδητου επιχειρεί να αναστήσει τη Σάρα σε ένα φουτουριστικό σκηνικό του 2101. Το θρυλικό ξενοδοχείο Chelsea του Μανχάταν αποτελεί το μόνιμο κέντρο, γύρω απ’ το οποίο περιστρέφονται όλα, και εκεί γνωρίζει εν τέλει τη νέα του αγαπημένη Γκρέις, την αστυνομικό που είχε αναλάβει να τον παρακολουθήσει για μια υπόθεση φοροδιαφυγής.
Το «Hotel Chelsea» κινείται στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Είναι ένα λογοτεχνικό είδος που δεν έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε στην Ελλάδα και μάλιστα από Έλληνες συγγραφείς και αυτό από μόνο του αποτελεί ρίσκο. Είναι γεγονός ότι ο συγγραφέας του βιβλίου, Γιώργος Γλυκοφρύδης, είναι κινηματογραφικός σκηνοθέτης και διαθέτει ως εκ τούτου την ευχέρεια να μεταφέρει στις ιστορίες του μία steampunk αισθητική. Τούτο συνιστά ένα εγχείρημα που εντυπωσιάζει, αλλά ενέχει τον κίνδυνο να επαναπαυτεί αυτός που γράφει, «κρύβοντας κάτω απ’ το χαλί» τα υπόλοιπα, πιο αδύναμα σημεία του έργου του. Πράγματι, τα στοιχεία επιστημονικής φαντασίας που υπάρχουν στο βιβλίο, δημιουργούν μια εξαιρετική ευκαιρία να μεταδώσει το λογοτεχνικό του μήνυμα με τρόπο πρωτότυπο και ουσιαστικό. Εντούτοις, βλέπουμε μια εξιστόρηση που πελαγώνει στο σκηνικό αυτό, κουράζοντας τον αναγνώστη με μελλοντολογικές περιγραφές που έρχονται και φεύγουν διακεκομμένα σε όλη την έκταση του βιβλίου, χωρίς να προσθέτουν το κάτι παραπάνω από πλευράς ουσίας.
Στις τεχνικές αδυναμίες (που δεν κατορθώνει να τις υπερκαλύψει η επιστημονική φαντασία) ανήκουν οι διάλογοι, οι οποίοι καταλαμβάνουν υπερβολικά μεγάλο τμήμα του βιβλίου, θολώνοντας κατά κάποιο τρόπο το προφίλ των ηρώων. Ενώ το διαλεκτικό κομμάτι θα μπορούσε κάλλιστα να σκιαγραφήσει την ψυχοσύνθεσή τους, τους παρακολουθούμε ν’ ανταλλάσουν ατάκες τετριμμένες, χωρίς ιδιαίτερο βάθος. Η προφορικότητα, που προσδίδει συνήθως ένα νεύρο στο μυθιστόρημα, έχει εν προκειμένω παρεξηγηθεί από τον συγγραφέα. Ο «κινηματογραφισμός» του δεν αποδίδει (όπως απέδωσε στον πολύ καλό «Επιβάτη») κι αυτό, επειδή η συγγραφή μυθιστορήματος απαιτεί διαφορετικές δεξιότητες από τη συγγραφή σεναρίου, με επιμονή κυρίως στην ισορροπημένη επεξεργασία πολλών επιμέρους στοιχείων (αφήγηση, περιγραφές, διάλογοι κτλ).
Παρ’ όλα αυτά, έστω και μέσα από μία πολυεπίπεδη χρονική αφήγηση – η οποία πολλές φορές μπερδεύει τον αναγνώστη, με τις συχνές και απότομες εναλλαγές παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος – καθώς και την αδέξια ακροβασία ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, το «Hotel Chelsea» αποτελεί ένα ερωτικό μυθιστόρημα υψηλής αισθητικής. Ο αισθησιασμός που αναβλύζει από τις ερωτικές σκηνές του έργου είναι λεπτοδουλεμένος και δεν προκαλεί. Αντιθέτως κατορθώνει να οπτικοποιήσει με ακρίβεια και ζωντάνια στο μυαλό του αναγνώστη εικόνες βγαλμένες από το πανί του σινεμά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις σκηνές πένθους του κεντρικού ήρωα, όπου βιώνει την ερωτική απώλεια δίχως να γίνεται μελό. Στα δυνατά σημεία του βιβλίου να προσθέσουμε το χτίσιμο των χαρακτήρων. Μπορεί ο μεταμοντερνισμός του Γλυκοφρύδη κάπου να μας αποπροσανατολίζει, οι χαρακτήρες του ωστόσο παραμένουν εύγλωττοι και άμεσοι (εδώ η κινηματογραφική του εμπειρία τον βοηθά). Ακόμα και η Σάρα διατηρεί, μέσα από το απόκοσμο του χαρακτήρα της, το ψυχικό σφρίγος που διαθέτουν και τα άλλα δύο βασικά πρόσωπα.
Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα βιβλίο που υιοθετεί μία καινοτόμο (με τα συν και τα πλην του εγχειρήματος) προσέγγιση στη μυθοπλασία. Ξεκαθαρίζουμε ότι δεν είναι εύκολο βιβλίο. Αν ψάχνετε όμως για κάτι που ξεφεύγει από την πεπατημένη, προτιμήστε το. Προτιμήστε το επίσης αν θέλετε να προβληματιστείτε πάνω στο πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται στην αφήγηση τα μοντέρνα ευρήματα. Όπως και να ‘χει είναι μια διαφορετική εκδοχή ερωτικής ιστορίας που κεντρίζει την περιέργειά και ξεκουνάει από την συμβατικότητα.
Γιώργος Γλυκοφρύδης,
Hotel Chelsea,
Εκδόσεις Ψυχογιός
コメント