«Επεδίωξα το βιβλίο να είναι πολυεπίπεδo, ελκυστικό και να έχει, όπως έλεγαν οι παλιοί, υπόθεση. Θέλησα να κάνω μια ιστορία για την εποχή του ’60 και του ’70, τότε που οι Έλληνες επένδυαν στο μέλλον, είχαν οράματα για τον brave new world, του Χάξλεϊ. Τώρα ελπίδες και όνειρα ματαιώνονται», έχει δηλώσει ο Γιάννης Ξανθούλης για το τελευταίο μέχρι στιγμής μυθιστόρημά του, «Ο γιος του δάσκαλου». Το σχόλιο αυτό φωτογραφίζει με τον πιο εύστοχο τρόπο την πλοκή του βιβλίου.
Ο δάσκαλος δεσπόζει στον πατριαρχικό μικρόκοσμο του θεσσαλικού χωριού Τριφύλλι. Αναλαμβάνει υπό την προστασία του τρία παιδιά: τον πρωτότοκο γιο του, Βασίλη, και ακόμα δύο συνομήλικα αγόρια. Τους μορφώνει, τους συμβουλεύει, τους στέλνει στην Πέτραινα «να γίνουν άντρες». Ο Νικόδημος, ο μικρότερος γιος της οικογένειας του «δάσκαλου», μένει πάντα στη σκιά του μεγάλου, ένας αθέατος παρατηρητής. Οι τρεις νέοι εκπαιδεύονται και πειθαρχούν για να βγουν σωστοί άνθρωποι. Περνούν μαζί στο Πανεπιστήμιο και πηγαίνουν μαζί στο στρατό, την περίοδο της χούντας. Εκεί έρχεται η ανεξήγητη αυτοκτονία του Βασίλη…
Σαράντα χρόνια μετά, στην Αθήνα, μια ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα σηματοδοτεί ένα ντόμινο συμπτώσεων. Στα χέρια του Νικόδημου πέφτει ένα ασήμαντο μυθιστόρημα. Αναπάντεχα, η περίληψη στο οπισθόφυλλο ζωντανεύει φαντάσματα του παρελθόντος. Το βιβλίο φέρει τον κινηματογραφικό τίτλο «Γεια σας, παιδιά», που του θυμίζει ταινία του Λουί Μαλ. Η συγγραφέας, μια άγνωστή του Μαρία Ιορδάνου μοιάζει να ξέρει καλά ό,τι αυτός και η οικογένειά του τόσα χρόνια αγνοεί: το τι ακριβώς συνέβη στον «γιο του δάσκαλου» εκείνο το μοιραίο ξημέρωμα στη σκοπιά… Αφήνοντας στην άκρη την μίζερη αθηναϊκή ρουτίνα, ο Νικόδημος ξεκινάει μια αναζήτηση για να απαλύνει όσα τον πονούν τόσα χρόνια. Δεν ξέρει αν έχει πια σημασία να δικαιωθεί ο νεκρός αδερφός, αλλά ξέρει καλά ότι η ψυχή του έχει μια τελευταία ευκαιρία να βρει συγχώρεση…
Ο Ξανθούλης υφαίνει με μεγάλη μαεστρία μια δραματική οικογενειακή ιστορία. Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, γράφτηκε από αρκετούς ότι επαναλαμβάνει βασικά μοτίβα (όπως την στρατιωτική θητεία και την υπαινικτικά δοσμένη ομοφυλοφιλία) προηγούμενων έργων του (βλ. «Το ταγκό των Χριστουγέννων» και «Ο θείος Τάκης»). Ο «γιος του δάσκαλου» ωστόσο υψώνει ποιοτικό ανάστημα. Διαθέτει μία πολύ πιο προσεχτικά δομημένη πλοκή η οποία εξελίσσεται με άκρως συναρπαστικό τρόπο, ώστε κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη αδιάπτωτο. Το παιχνίδι της μνήμης που αφυπνίζει το υποσυνείδητο με τη βοήθεια ήχων, εικόνων, μυρωδιών πιάνει τον κεντρικό ήρωα απ’ το χέρι και, από κοινού με την τύχη, τον οδηγεί στην εσωτερική του αποθεραπεία. Το σασπένς – άκρως κινηματογραφικό – κυριαρχεί, ενώ η ένταση που κυοφορείται στις σχέσεις των προσώπων εκδηλώνεται πάντοτε καίρια και καθοριστικά.
Ο συγγραφέας δεν ξερνάει στο χαρτί καρικατούρες τραγικών προσώπων και νάιλον ήρωες. Οι φυσιογνωμίες του έργου παρουσιάζονται όλες ασοβάντιστες, χωρίς όμως να είναι ναΐφ και πεντακάθαρες. Χαρακτήρες που πασχίζουν να κρύψουν την ασχήμια τους, που εμφανίζονται κατώτεροι των περιστάσεων, που μειονεκτούν ηθικά και κοινωνικά αλλά που εν πάση περιπτώσει είναι αληθινοί. Τους έχουμε συναναστραφεί, ρε φίλε, και εκτός βιβλίου και τους έχουμε άλλοτε σιχαθεί και άλλοτε λυπηθεί. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το μεγαλύτερο στοίχημα που κερδίζει τούτο το μυθιστόρημα: δεν σε εντάσσει στη δική του πραγματικότητα, αλλά εντάσσεται το ίδιο σε δεδομένα και σε σκηνικά που σαν κάπου ν’ ακούσαμε ότι έχουν παιχτεί.
Ο πόνος είναι πόνος και η αδικία ζητά να πλυθεί με δικαιοσύνη. Πόσες φορές όμως στην πραγματική ζωή καταφτάνει η πλήρης δικαίωση και η τελειωτική τιμωρία των υπευθύνων ράβει τις ανοιχτές πληγές; Σπανιότατα. Αυτά είναι προνόμια της μυθοπλασίας, η οποία όμως αν βγαίνει μπροστά μ’ αξιώσεις αληθοφάνειας και ζωντάνιας, τότε πρέπει να τα απαρνηθεί. Η κάθαρση είναι μια τεχνική ευκολία που βοηθάει μεν ψυχικά τον αναγνώστη, αλλά σε ένα τόσο ρεαλιστικό μυθιστόρημα συνιστά παραφωνία και θα μπορούσε να αποφευχθεί. Η εποχή μας ζητά εναγωνίως την αλήθεια ανάμεσα στις «φούσκες» που σκάνε γύρω μας διαρκώς και τούτο είναι κάτι που πρέπει να υπολογίσουν και οι λογοτέχνες. Η γροθιά στο στομάχι σε πονά, παράλληλα όμως σε θωρακίζει για τις επόμενες.
Όπως και να ‘χει, ο «γιος του δάσκαλου», δίχως να είναι δύσκολο βιβλίο, συγκαταλέγεται στα κλασσικά έργα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, ικανοποιώντας και τους πλέον απαιτητικούς.
Γιάννης Ξανθούλης
Ο γιος του δάσκαλου
Εκδόσεις Διόπτρα
Comments