Πού μπορεί να οδηγήσει η ακόρεστη επιθυμία της σεξουαλικής ελευθεριότητας, η έμμονη επιδίωξη μιας ξέχειλης ηδονής; Ποιος Μέγας Ανατολικός και ποιες 120 Μέρες των Σοδόμων μπορούν να της παρασταθούνε σώματι; Έπειτα, η άκρατη λαγνεία είναι ένα τεράστιο στόμα που χαίνει επικίνδυνα, έτοιμο να καταπιεί όποιους το προκαλέσουν. Πόσα δόντια της, απ’ αυτά που γυαλίζουν φρικωδώς, είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει κανείς; Μήπως τελικά θα έχει να κάνει με μια φιλέραστη όψη της τρέλας, ύπουλη και θανατηφόρα;
Η Λούλα είναι είκοσι χρονών και σπουδάζει στη Φιλοσοφική. Προικισμένη με μια υπέροχη εξωτερική εμφάνιση που την κάνει ιδιαίτερα θελκτική. Μια εμφάνιση που καλύπτει σαν λεπτή διαφανής μεμβράνη ένα εσωτερικό κόσμο τρομερής ανασφάλειας και συστολής. Δεν έχει φτάσει ποτέ της σε οργασμό και έχει μεγεθύνει το πρόβλημα ως εκεί που δεν παίρνει. Ούτε τα φυσικά προσόντα του φίλου της, ούτε οι συμβουλές της ερωτικά έμπειρης συγκατοίκου της, ούτε ο αυνανισμός υπό την επήρεια της μαριχουάνας, ούτε οι διαστροφές μπορούν να την οδηγήσουν στο ποθητό αποτέλεσμα. Ώσπου ο δρόμος της διασταυρώνεται με εκείνον ενός ανθρώπου απόκοσμου, σαν τη σκοτεινή μορφή στο Crouch End του Στίβεν Κινγκ. Ένας κυκεώνας ηδονής και παραίσθησης την προκαλεί να καταδυθεί. Αν όμως πρόκειται μόνο για παραισθήσεις, πώς είναι δυνατόν η Λούλα να εξαφανίζεται; Τι ακριβώς της συνέβη; Μήπως ήρθε τελικά αντιμέτωπη με μια εντελώς ρεαλιστική, εφιαλτική πλευρά της λαγνείας;
Όπως περιεκτικά έχει γραφτεί, πρόκειται για «Ένα βιβλίο, που είναι ταυτόχρονα: μυθιστόρημα ψυχολογικού ρεαλισμού και ιδεών, παρωδία αισθηματολογίας, τολμηρή ερωτική ιστορία, αφήγηση υπερφυσικού τρόμου και αστυνομικό θρίλερ. Ένα μυθιστόρημα για τον γυναικείο οργασμό και την απουσία του. Για τη χρήση της ινδικής κάνναβης. Για σεξουαλικές διαστροφές όπως η ασφυξιοφιλία. Για τη λαγνεία ως εφιάλτη της Ανατολής. Για βρικόλακες στην Αχαΐα του προηγούμενου αιώνα. Για κόσμους άλλων διαστάσεων στη σύγχρονη Αθήνα. Και για τον κόσμο των ψυχώσεων.» Η «Λούλα» στέκεται επάξια απέναντι στα μυθιστορήματα τρόμου της παγκόσμιας λογοτεχνίας: ο ίδιος ο συγγραφέας άλλωστε αναφέρει μες στις σελίδες τις επιρροές του, από το έργο κυρίως του Χ.Φ. Λάβκραφτ, (αλλά και του Σ. Κινγκ, όπως λ.χ. το Εφιάλτες και Ονειρότοποι).
Την επανακυκλοφορία της «Λούλας» δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη έκδοση μόνο τυχαία δεν τη λες. Η εποχή και οι περιστάσεις είναι το παρκέ και οι μπασκέτες χωρίς στεφάνη. Πλάσματα που διψάνε να διοχετεύσουν ή να αντλήσουν ερωτισμό σε μια κοινωνία που όλο τρέχει για λάθος πράγματα. Που φυσικά δεν πετυχαίνουν «καλάθι» και απογοητεύονται. Κάπου εκεί το μυαλό εξερευνά τα μέχρι πρότινος απάτητα μονοπάτια. Ο πειρασμός της Εύας διασκευασμένος, σε λάιτ-μοτίφ. Η έκπτωση. Η Λούλα αφήνει το αδιέξοδό της να γίνει βασανιστικός παραλογισμός που θα της μασήσει κομμάτι-κομμάτι τον ψυχισμό. Θα αφεθεί και θα το πληρώσει με την ύπαρξή της. Όπως το πληρώνουν όσοι αποκλίνουν των συμβατικών ζητουμένων της εποχής.
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος πετυχαίνει δημιουργώντας μιαν απόκοσμη πραγματικότητα – κάτι σαν παράλληλο σύμπαν – να μπερδέψει τις αισθήσεις μας και να μας αποπροσανατολίσει εσκεμμένα. Περνώντας από την μία σελίδα στην επόμενη, ερχόμαστε και πιο κοντά με την προχωρημένη αποσύνθεση της ψυχής και σχεδόν χάνουμε κάθε επαφή με τα αντικειμενικά δρώμενα. Όταν κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε περίπου τι έχει διαδραματιστεί, βουτάμε με μεγαλύτερη περιέργεια στην ιστορία, όπως τα παιδιά που έλκονται από εκείνο που τα τρομάζει. Κατεβαίνουμε κάθε φορά κι ένα επίπεδο συνείδησης και αναρωτιόμαστε από πόσο βάθος είμαστε ικανοί να διαχωρίζουμε με σιγουριά το φυσικό από το μεταφυσικό. Ένας κόσμος ψυχώσεων και παραληρήματος που φωτίζει επιλεκτικά την πραγματικότητα. Για το λόγο αυτό, τα όποια σχόλια (προοδευτικά ή συντηρητικά) για τις τολμηρές σκηνές σεξ σε ωμή γλώσσα παρέλκουν. Η πορνογραφία στη «Λούλα» είναι το όχημα που μας οδηγεί στον κρημνό της συνείδησης, εκεί που βρίσκεται ο κρόκος της προσωπικότητας, δηλαδή η εξήγηση κάθε συμπεριφοράς και συμβάντος. Το βιβλίο καταλήγει εν τέλει μια εκλαϊκευμένη αναφορά στην αυτοκατανόηση.
Δεν είμαι βέβαιος για το αν, με αυτού του είδους το αφηγηματικό πρίσμα, ο συγγραφέας αποφεύγει επιμελώς να δουλέψει περισσότερο τους ήρωές του και να παρουσιάσει ενδεχομένως κι άλλες πτυχώσεις τους (η αλήθεια είναι ότι οι χαρακτήρες είναι κάπως τυποποιημένοι και αρκετά συμπαγείς για τα γούστα της… αληθοφάνειας). Ακόμα και έτσι να ‘ναι, το ζητούμενο στη «Λούλα» είναι, όπως έγραψα, αλλού. Ένα καλοφτιαγμένο μίγμα πορνό, θρίλερ και διαστροφής σας προκαλεί να δοκιμάσετε τις αναγνωστικές σας αντοχές. Τι λέτε;
Λούλα,
Βαγγέλης Ραπτόπουλος,
Εκδόσεις Καστανιώτη
Commentaires